γλωσσοδέτης

γλωσσοδέτης
ο
1. πάθηση τής γλώσσας που οφείλεται σε σύμφυση τού χαλινού και προκαλεί βραδυγλωσσία
2. λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στην απαγγελία όσο το δυνατόν γρηγορότερα λέξεων ή φράσεων, οι οποίες έχουν όμοιους φθόγγους και προφέρονται δύσκολα
3. φρ. «μέ πιάνει γλωσσοδέτης» — σιωπώ από αμηχανία ή άγνοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοδέτης — ο 1. πάθηση της γλώσσας που προκαλεί δυσκολίες στην άρθρωση: Έπαθα γλωσσοδέτη. 2. λεκτικό παιχνίδι με λέξεις που είναι δύσκολες στην προφορά, καθαρογλώσσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκυλογλωσσία — η Ιατρ. συγγενής (εκ γενετής) βράχυνση τής μεμβράνης η οποία συνδέει την κάτω επιφάνεια τής γλώσσας με το έδαφος τού στόματος (χαλινός της γλώσσας), πράγμα που μερικές φορές εμποδίζει τη γλώσσα να βγαίνει έξω από το στόμα (γλωσσοδέτης). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αντιγλωσσίδι — και αντίγλωσσο, το 1. ο χαλινός της γλώσσας, η μεμβράνη που συνδέει το κάτω μέρος της γλώσσας με το στόμα 2. κακή άρθρωση, γλωσσοδέτης 3. αθυροστομία με βρισιές …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοδέτι — το ο γλωσσοδέτης …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολύτης — ο ο γλωσσοδέτης (το παιγνίδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + λύτης < λύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοπέδη — η (Μ γλωσσοπέδη) φίμωτρο νεοελλ. ο γλωσσοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πέδη «φρένο, δεσμός»] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • καθαρογλώσσημα — το το λεκτικό παιχνίδι γλωσσοδέτης*, που συνίσταται στην ακριβή και γρήγορη προφορά πολυσύνθετων λέξεων με δύσκολη προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλώσσημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολύτης — ο ο γλωσσοδέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”